ὑποκυμαίνων

ὑποκυμαίνων
ὑποκῡμαίνων , ὑπό-κυμαίνω
rise in waves
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποκυμαίνω — ΜΑ κυματίζω ελαφρά («καὶ ποταμὸς... ὑποκυμαίνων», Μάρκ Ευγεν.) αρχ. μτφ. ταράζω ελαφρά, ζαλίζω («ἔρως και οἶνος αὐτοῡ τὸν νοῡν ὑπεκύμαινον», Ρητ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κυμαίνω «κυματίζω, κινούμαι όπως το κύμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”